- κυνήγι
- Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την κατασκευή ρουχισμού και εργαλείων· η ανάπτυξη της γεωργίας και της κτηνοτροφίας κατά τη νεολιθική περίοδο κατέστησε αναγκαία την προστασία των καλλιεργειών από τα επιβλαβή ζώα και των ποιμνίων από τα άγρια θηρία. Με την εξέλιξη του πολιτισμού και τη μείωση της εξάρτησης του ανθρώπου από το κ., η δραστηριότητα αυτή εξελίχθηκε σε ψυχαγωγία, αρχικά μόνο για τους αριστοκράτες.
Ιστορία. Το κ. και η τροφοσυλλογή ήταν οι μοναδικοί τρόποι με τους οποίους ο άνθρωπος μπορούσε να εξοικονομήσει τα μέσα διατροφής του. Οι αυστραλοπίθηκοι, που έζησαν περίπου πριν από δύο εκατομμύρια χρόνια, ήταν παμφάγοι και ασκούσαν ομαδικά το κ. θηραμάτων μικρού και μεσαίου μεγέθους, κατά πάσα πιθανότητα όπως σήμερα οι μπαμπουίνοι. Εκείνοι ίσως να επινόησαν και τις πρώτες παγίδες βάρους για την αιχμαλωσία του ιπποπόταμου, του προγόνου του σημερινού ελέφαντα και του ρινόκερου· λείψανα αυτών των ζώων βρέθηκαν σε περιοχές όπου διαπιστώθηκαν ίχνη κατοίκησης από αυστραλοπίθηκους. Τα ευρήματα κάποιων λίθων, τους οποίους κατεργάστηκαν ώστε να αποκτήσουν μορφή σφαίρας, οδηγούν στην υπόθεση ότι είχαν επινοήσει και τη σφεντόνα. Την περίοδο των παγετώνων, ο άνθρωπος του Νεάντερταλ σκλήραινε στη φωτιά τις αιχμές ξύλινων σουβλιών, τα οποία χρησιμοποιούσε για το κ. του μαμούθ –όπως έκαναν ακόμα και πρόσφατα φυλές Πυγμαίων για τον ελέφαντα–, χτυπώντας το στην πλάτη και σχίζοντας την κοιλιά του ανάμεσα στα δύο πίσω πόδια. Σε έναν βάλτο στο Λέρινγκεν της Κάτω Σαξονίας βρέθηκε σκελετός ελέφαντα που πέθανε μετά τον τραυματισμό του από ξύλινο κοντάρι, το οποίο βρισκόταν ακόμη μπλεγμένο στον σκελετό του. Η επινόηση της κατεργασίας του πυριτόλιθου με την εμφάνιση του Homo sapiens οδήγησε στην κατασκευή ελαφρών και τροχισμένων λεπίδων με μεγάλη δυνατότητα διείσδυσης, οι οποίες αποτελούσαν αρκετά αποδοτικά δόρατα, όταν προσαρμόζονταν σε κοντάρια. Χάρη στον μαγδαλήνιο προωστήρα, μπορούσαν να πλήττουν τον στόχο σε απόσταση 80 μ. και με αποτελέσματα πολύ καλύτερα από τη σφεντόνα. Τα ακόντια και τα καμάκια χρησίμευαν για το κ. μεγάλων και γρήγορων ζώων, για τα οποία μέχρι τότε ο άνθρωπος χρησιμοποιούσε παγίδες. Ο βίσονας, ο τάρανδος, η αντιλόπη κ.ά. προμήθευαν άφθονη τροφή και ευνόησαν τον σχηματισμό μόνιμων εγκαταστάσεων. Μετά την τήξη των παγετώνων, η επανεμφάνιση των μεγάλων δασών επέτρεψε στον άνθρωπο να χρησιμοποιήσει την ελαστικότητα των φυτικών ινών και να κατασκευάσει παγίδες με ελατήριο και τόξο, όπλο που για χιλιετίες θα κυριαρχούσε αδιαφιλονίκητα στο κ. και στον πόλεμο. Το τόξο πρωτοχρησιμοποιήθηκε κατά πάσα βεβαιότητα από λαούς της βόρειας Αφρικής και κατόπιν από λαούς της Ιβηρικής χερσονήσου. Κατασκευαζόταν σε διάφορους τύπους και με διαφορετική ισχύ, ανάλογα με τη χρήση για την οποία προοριζόταν. Τα βέλη κατασκευάζονταν από ξύλο κατεργασμένο στη φωτιά, φέροντας αιχμή από κόκαλο ή κέρατο ελαφοειδών και, πιο σπάνια, από πέτρα. Από ζωγραφιές και γραφικές παραστάσεις που βρέθηκαν έγινε γνωστό ότι οι τοξότες της παλαιολιθικής εποχής δεν χρησιμοποιούσαν θήκη ή φαρέτρα, αλλά –ακριβώς όπως συνηθίζουν ακόμα ορισμένες αφρικανικές φυλές– κρατούσαν όλα τα βέλη σε δέσμη με το χέρι που σήκωνε το τόξο. Υποστηρίζεται ότι εκείνη την εποχή άρχισε και η χρήση βελών με δηλητηριασμένη αιχμή, γιατί διαφορετικά δεν θα ήταν δυνατόν να επιτευχθεί θανάσιμο χτύπημα στα μεγαλόσωμα μαστοφόρα (αρκούδες, μαμούθ, ρινόκεροι).
Για πολύ καιρό μετά την εμφάνιση της κτηνοτροφίας και της γεωργίας, το κ. εξακολούθησε να αποτελεί μία από τις σημαντικότερες πηγές επισιτισμού. Η ανακάλυψη και η χρησιμοποίηση των μετάλλων δεν επέφερε αξιόλογες μεταβολές στα όπλα και στην τεχνική του κ. Οι Αιγύπτιοι κυνηγούσαν τα μικρά θηράματα και τα πουλιά με τόξα και μπούμπερανγκ· για τα μεγαλύτερα θηράματα χρησιμοποιούσαν εκπαιδευμένους σκύλους, οι οποίοι τα παγίδευαν σε δίχτυα και σε περιφράξεις. Οι Ασσύριοι και οι Πέρσες κυνηγούσαν τα μεγαλόσωμα χορτοφάγα με θηλιά και τα μικρά θηράματα με γεράκια. Το κ. του λιονταριού αποτελούσε βασιλικό προνόμιο και γινόταν με τόξο, πάνω σε πολεμικό άρμα. Οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι, που θεωρούσαν το κ. ψυχαγωγία, στρίμωχναν με αγέλες σκυλιών τα θηράματα σε δίχτυα και τα χτυπούσαν με τόξο ή ακόντιο.
Κατά τον Μεσαίωνα, το κ. με καταδίωξη (ιδιαίτερα με άλογο) ήταν ιδιαίτερα αγαπητό στους κόλπους της αριστοκρατίας, που εκτιμούσε πολύ τη σημασία του ως ψυχαγωγικού μέσου και προπαρασκευής για τη ζωή των όπλων. Οι λαϊκές τάξεις, όμως, αναγκάζονταν να καταφεύγουν στη λαθροθηρία, η οποία ολοένα περιοριζόταν λόγω των βαρύτατων ποινών. Το 880 ο Κάρολος ο Παχύς, βασιλιάς της Γαλλίας, απαγόρευσε στους υπηκόους του το χοντρό κ. και το κ. με γεράκια, επιτρέποντάς το μόνο στα μέλη της βασιλικής Αυλής. Την εποχή των Καρολίγγειων εμφανίστηκε στη Γαλλία συντεχνία κυνηγών που περιλάμβανε έμπειρους κυνηγούς και μαθητευόμενους, στην οποία γίνονταν δεκτοί μόνο για την περίοδο άσκησης οι νεαροί ευγενείς. Από το 13o αι. εμφανίστηκαν οι πρώτες κυνηγετικές πραγματείες: ο Πιερ ντε Κρεσέντσι αφιέρωσε το δέκατο βιβλίο του έργου του (Liber ruralium commodorum, γράφηκε το 1305, α’ έκδοση 1471) στους τρόπους που χρησιμοποιούσαν για τη σύλληψη των θηραμάτων, και ο Φρειδερίκος B’ της Σουηβίας έγραψε το De arte vemandi cum avibus για την τεχνική του κ. με γεράκι. Η συστηματική διδακτική πραγματεία για τους διάφορους τύπους του κ., του Γκαστόν Φεμπίς, κόμη του Φουά, είναι έργο του 14ου αι. Στις ημέρες μας το κ. δεν αποτελεί πλέον μέσο επισιτισμού αλλά άθλημα που ασκείται σε όλο τον κόσμο, με ιδιαίτερη παράδοση και τεχνική σε διάφορες χώρες, υπαγόμενο σε νόμους και κανονισμούς.
Το σύστημα που χρησιμοποιείται για τον φόνο ή τη σύλληψη των ζώων επιτρέπει διάφορες μορφές κ., που διαχωρίζονται σε τέσσερις κύριες κατηγορίες: κ. με όπλα, κ. με γεράκι (γερακοκυνήγι), κ. με παγίδες ή μισοπαγίδες και κ. με καταδίωξη.
κ. με όπλα. Το κλασικό όπλο είναι το τουφέκι: μονόκαννο, δίκαννο, καραμπίνα κ.ά. Η τεχνική του κ. με όπλα έχει σχέση με τον τόπο διεξαγωγής του καθώς και με το θήραμα. Αυτό το είδος κ. πραγματοποιείται σε βάλτους, κυρίως μέσα από βαρέλια ή βάρκες χωρίς καρίνα (κ. νερόκοτας ή αγριόπαπιας κλπ.), στη θάλασσα (κ. αποδημητικών πτηνών) και στο βουνό (κ. αγριόγαλων, τσαλαπετεινού, φασιανού του βουνού, αρκούδας, αγριοπρόβατου, αγριοκάτσικου, ζαρκαδιού κλπ.). Σε κάποιες από αυτές τις περιπτώσεις χρησιμοποιούνται επίσης ζωντανοί (μπούφοι, πάπιες κ.ά.) ή τεχνητοί κράχτες (σφυρίγματα, καθρεφτάκια, ομοιώματα πάπιας κλπ.). Ειδική τεχνική απαιτεί το κ. του αγριοκούνελου, το οποίο πραγματοποιείται με τη βοήθεια του αρπακτικού πουλιού ικτίδα (κλεπτική ή θηρευτική), έξοχη στο να βγάζει τη λεία από τη φωλιά της. Τα σύγχρονα κυνηγετικά τουφέκια, εκτός από εκείνα που προορίζονται για χοντρό κ., έχουν εσωτερικά λείες κάννες (χωρίς ραβδώσεις) και γενικά φέρουν δύο από αυτές (δίκαννα), τοποθετημένες είτε πλάι-πλάι είτε η μία πάνω στην άλλη. Διακρίνονται σε τουφέκια με εξωτερικές σφύρες (λύκος ή κόκορας) και σε τουφέκια με εσωτερικές σφύρες (σούτα, hammerless)· πολύ διαδεδομένα είναι επίσης τα αυτόματα τουφέκια, με θαλάμη που περιέχει μέχρι πέντε φυσίγγια· κατασκευάζονται ακόμα τουφέκια με τρεις κάννες, τα λεγόμενα drilling, που έχουν δύο λείες κάννες πλάι-πλάι για σκάγια και μία κάννη με ραβδώσεις για σφαίρες, τοποθετημένη κάτω από τις άλλες δύο, για χοντρό κ. Τα τουφέκια αυτά χρησιμοποιούνται ειδικά στο βουνό και από κυνηγούς που, ενώ αναζητούν μικρά θηράματα, δεν θέλουν να βρεθούν απροετοίμαστοι μπροστά σε μεγάλο άγριο ζώο. Για το χοντρό κ., όπως αυτό που γίνεται στις τροπικές χώρες για λιοντάρια, τίγρεις, καμηλοπαρδάλεις, βουβάλια, ελέφαντες, ιπποπόταμους κ.ά., καθώς και στην Ευρώπη για αρκούδες, ελάφια, αγριογούρουνα κλπ., χρησιμοποιούνται ειδικές καραμπίνες με ένα μόνο βλήμα, συχνά εφοδιασμένες με ειδικές διόπτρες για σκόπευση. Ιδιαίτερη αξία αποδίδεται και στα δίκαννα express, τα οποία από άποψη μηχανισμού είναι όμοια με τα παραδοσιακά δίκαννα, αλλά οι κάννες τους είναι ενισχυμένες με ραβδώσεις· πυροβολούν με ισχυρά φυσίγγια με θωρακισμένο βλήμα, που μπορεί να χτυπήσει οποιοδήποτε ζώο σε απόσταση 300 μ.
Τα πιο συνηθισμένα διαμετρήματα κυνηγετικών τουφεκιών με λείες κάννες είναι εκείνα των 12, 16, 20, 24, 32 και 36 mm. Στα όπλα αυτά η αρχική ταχύτητα του βλήματος δεν ξεπερνά τα 350 μ./δευτ. και το ωφέλιμο βεληνεκές κυμαίνεται μεταξύ 50-60 μ. Το βεληνεκές αυτό μπορεί να επιμηκυνθεί με μακρύτερο ή μεγαλύτερο στένεμα της κάννης.
Οι πυρίτιδες ανάφλεξης που χρησιμοποιούνται γενικά στα φυσίγγια είναι καθαρές και άκαπνες, έχουν νιτροκυτταρίνη και υπάρχουν σε πολλούς τύπους. Στο φυσίγγιο ιδιαίτερη σημασία έχει το βλήμα (μολύβι). Το σχήμα και το μέγεθός του ποικίλλουν, ανάλογα με τη χρήση για την οποία προορίζεται. Για τα μικρά θηράματα με φτερά ή τρίχωμα χρησιμοποιείται μολύβι σε σφαιρίδια (σκάγια), των οποίων το μέγεθος καθορίζεται με αρίθμηση, που αρχίζει από το 0 (για τα πιο μεγάλα σκάγια) και φτάνει στο 12 (για τα πιο μικρά). Τα σφαιρίδια με πιο μεγάλη διάμετρο (δραμιάρες) χρησιμοποιούνται για το κ. μεγαλόσωμων ζώων με βολή από κοντινή απόσταση. Ανάλογα με τον αριθμό των σφαιριδίων που μπορεί να περιέχονται στο φυσίγγιο, το βλήμα (μολύβι) διακρίνεται με αριθμούς από το 1 έως το 7. Για τους κυνηγούς που θέλουν να ελέγχουν τη σκόπευση (βολή), υπάρχουν φυσίγγια που περιέχουν τροχιοδεικτικά σκάγια. Για το χοντρό κ., όμως, τα φυσίγγια έχουν πάντα ένα μόνο βλήμα (θωρακισμένο), με πολύ υψηλή απόδοση.
κ. με γεράκι. Ο κυνηγός χρησιμοποιεί αρπακτικά πουλιά ειδικά εξασκημένα, τα οποία με εντολή του σηκώνονται ψηλά για να επιπέσουν στο θήραμα και να το σκοτώσουν. Τα πιο κατάλληλα αρπακτικά γι’ αυτό το κ. είναι τα γεράκια και οι ικτίνοι ή μιλάνοι ή μίλβοι, που ανήκουν στη μεγάλη οικογένεια των ιερακιδών. Τα αρπακτικά αυτά ακολουθούν δύο διαφορετικούς τρόπους επίθεσης: τα γεράκια (που ονομάζονται και γεράκια φθοράς) σηκώνονται σε μεγάλο ύψος με βουνίσιο πέταγμα και, όταν δουν τη λεία, πέφτουν ταχύτατα πάνω της. Αντίθετα προς τα γεράκια, οι ικτίνοι για να αρπάξουν τη λεία κάνουν ξυστή πτήση, η οποία τους φέρνει κατευθείαν πάνω στο θήραμα. Αν εξασκηθούν, μπορεί να κυνηγήσουν μαζί με σκυλιά· τα σκυλιά ξεφωλιάζουν (σηκώνουν) τη λεία και οι ικτίνοι πέφτουν επάνω και τη σκοτώνουν. Για τις ιδιότητές τους αυτές, οι ικτίνοι ονομάζονται επίσης γεράκια χαμηλής πτήσης ή της γροθιάς, γιατί φέρονται πάντα πάνω στη γροθιά του ιερακοτρόφου (γερακάρη), που προστατεύεται από γάντι.
κ. με παγίδες ή μισοπαγίδες. Σε αυτή την περίπτωση ο κυνηγός χρησιμοποιεί παγίδες, δίχτυα και θηλιές. Ονομάζεται επίσης κ. με δόλωμα (κράχτη). Οι παγίδες είναι πολυάριθμες και κατατάσσονται σύμφωνα με την αρχή στην οποία βασίζεται η λειτουργία τους.
παγίδες βάρους. Υποδιαιρούνται σε δύο είδη: το πρώτο είναι ένας καλά κρυμμένος λάκκος, στον οποίο πέφτει το ζώο λόγω του βάρους του, ενώ στον πυθμένα του λάκκου μπορεί να έχουν τοποθετηθεί αιχμηρά καρφιά ή κοπίδια, που τραυματίζουν το ζώο· το δεύτερο είδος παγίδας αποτελείται από ένα βαρύ αντικείμενο, το οποίο πέφτει πάνω στο ζώο, όταν αγγίξει το δόλωμα ή σκοντάψει σε ειδικό μηχανισμό που έχει τοποθετηθεί στον δρόμο του.
παγίδες με ελατήριο ή τόξο. Οι παγίδες στις οποίες το ζώο προκαλεί τη λειτουργία κάποιου μηχανισμού που το αιχμαλωτίζει και το σκοτώνει. Ο μηχανισμός αυτός μπορεί να είναι θηλιά, βέλος, λόγχη κλπ. Υπάρχουν επίσης παγίδες με μηχανικά ελατήρια, κατάλληλες για να συλλαμβάνονται πουλιά, ποντίκια, λαγοί, γάτοι, νυφίτσες, αλεπούδες, κουνάβια και άλλα μικρά ζώα.
Εκτός από τις παγίδες, υπάρχουν και οι μισοπαγίδες. Ονομάζονται έτσι γιατί, σε αντίθεση με τις προηγούμενες, δεν προκαλούν τον θάνατο του συλληφθέντος ζώου. Χρησιμοποιούνται για τη σύλληψη ζώων που προορίζονται για τους ζωολογικούς κήπους, τα ιπποδρόμια ή για την εγκατάστασή τους σε άλλες περιφέρειες. Οι πιο συνηθισμένες από τις παγίδες αυτές αποτελούνται από κλωβό ή κιβώτιο, όπου το ζώο παρασύρεται από δόλωμα, μπαίνει μέσα και προκαλεί τη λειτουργία μηχανισμού, που κλείνει την πόρτα και το αιχμαλωτίζει.
Στις μισοπαγίδες μπορούν να καταταχθούν και οι εγκαταστάσεις διχτύων, όπως τα διχτυοστάσια, τα δικτυωτά φράγματα κ.ά. Αυτό το είδος κ. αποσκοπεί στη σύλληψη φτερωτής λείας και αποκαλείται επίσης πτηνοθηρία. Μισοπαγίδες αποτελούν επίσης τα δόκανα για λύκους, αλεπούδες, κουνάβια κλπ.· κάποιες φυλές της Αφρικής τα χρησιμοποιούν για να πιάνουν αντιλόπες. Είναι φτιαγμένες με τέτοιον τρόπο ώστε όταν το θήραμα πατήσει το πόδι στο κέντρο τους, ένα σύστημα αιχμών πιάνει το πέλμα του και εμποδίζει το ζώο να βαδίσει. Τύποι μισοπαγίδων μπορεί να θεωρηθούν οι ισχυρές πασσαλώσεις που χρησιμοποιούν οι Ινδοί για τη σύλληψη του ελέφαντα.
κ. με καταδίωξη. Συνίσταται στον εξαναγκασμό του θηράματος να τρέξει και στην καταδίωξή του από πεζούς ή έφιππους κυνηγούς ή από αγέλη σκύλων. Η διαδικασία αυτή οδηγεί στην εξάντληση του θηράματος και στην προσέγγισή του από τους κυνηγούς, οι οποίοι είτε το συλλαμβάνουν είτε το σκοτώνουν. Εφαρμόζεται κυρίως στη σύλληψη ή στον φόνο ελαφιών, αγριογούρουνων, ζαρκαδιών, λαγών, αλεπούδων κ.ά. Επιδέξιοι στο κ. με καταδίωξη είναι οι Βουσμάνοι (βλ. λ.) και οι Εσκιμώοι (βλ. λ.) (κ. του ταράνδου, του ελαφιού, της άλκης κλπ.)· μάλιστα, οι τελευταίοι καταφέρνουν να καταδιώκουν τα ζώα ολόκληρες εβδομάδες, χωρίς ανάπαυση.
έφιππο κ. αλεπούς με σκυλιά διώκτες. Πρόκειται βασικά για κοσμικό άθλημα, με έντονο το στοιχείο της ιππασίας. Είναι διαδεδομένο εδώ και αρκετούς αιώνες στην Αγγλία και στην Ιρλανδία. Οι κυνηγοί (foxhunters) που συμμετέχουν συγκεντρώνονται με τα άλογά τους σε καθορισμένο τόπο (meet), όπου βρίσκουν τα σκυλιά εκεί οδηγημένα από κατάλληλο προσωπικό (έναν huntsman επικουρούμενο από τους δύο βοηθούς του, που καλούνται whippers-in). Όταν τα σκυλιά ανακαλύψουν το πέρασμα της αλεπούς, βγάζουν φωνή και αρχίζουν να καταδιώκουν το ζώο, ακολουθούμενα από τους κυνηγούς, οι οποίοι όμως δεν μπορούν να ξεπεράσουν τον αρχικυνηγό (master).
Το κ. τελειώνει όταν τα σκυλιά προφτάσουν την αλεπού ή όταν εκείνη καταφέρει να χαθούν τα ίχνη της. Για να παραταθεί η τέρψη από το κ. στην περιοχή διεξαγωγής του, κλείνονται προκαταβολικά από τον τρυποφράχτη οι φωλιές των αλεπούδων και έτσι το καταδιωκόμενο ζώο εξαναγκάζεται να διατρέξει μεγάλες αποστάσεις ακάλυπτο, ώσπου να βρει άλλο καταφύγιο. Σε αυτά τα κ. ο master, o huntsman και οι whippers-in φορούν παραδοσιακό κόκκινο σακάκι με πέντε κουμπιά και ειδικό καπέλο στο κεφάλι, το riding-cap. Οι κυνηγοί (foxhunters) φορούν παρόμοιο σακάκι, αλλά με τρία κουμπιά και ψηλό καπέλο (κλακ) ή μαύρο σακάκι και ημίψηλο (μπομπέ).
έφιππο κ. ελαφιού με σκυλιά-διώκτες. Κατ’ αντιστοιχία με το κ. της αλεπούς, έχει και αυτό προσλάβει ιππικό-κοσμικό χαρακτήρα. Η εθιμοτυπία στο κ. του ελαφιού είναι περίπου όμοια με εκείνη που τηρείται στο κ. της αλεπούς, με τη διαφορά πως είναι πιο περίπλοκη και πομπώδης. Η έναρξη του κ., η ανακάλυψη του θηράματος, η έναρξη της καταδίωξης, η καταδίωξη και, τέλος, η θανάτωση του ελαφιού αναγγέλλονται με τους ήχους ειδικών κυνηγετικών κεράτων (κόρνων) από μία επίσης έφιππη συνοδεία.
Οργάνωση του κ. Το κ. υπάγεται πλέον σε αυστηρούς νόμους και κανονισμούς. Το γενικό πνεύμα που διέπει τη νομοθεσία για το κ. στις διάφορες χώρες σχετίζεται με την πειθάρχηση της κυνηγετικής δραστηριότητας και, ταυτόχρονα, την προστασία και τον πολλαπλασιασμό της πανίδας και του θηρευτικού πλούτου. Στη χώρα μας ισχύουν σχετικά οι διατάξεις των άρθρων 251-267 του Δασικού Κώδικα (νομοθετικό διάταγμα 86/1969, Κεφάλαιο ΣΤ’ «περί θήρας»), με τις οποίες τροποποιήθηκαν, συμπληρώθηκαν και κωδικοποιήθηκαν οι σχετικές διατάξεις όλων των προηγούμενων νόμων. Το 1975 επήλθε τροποποίηση σε αρκετά άρθρα του νόμου. Το κ. στην Ελλάδα επιτρέπεται «με τα συνήθη επωμιζόμενα κυνηγετικά όπλα» (μονόκαννα, δίκαννα και επαναληπτικά ή αυτόματα), με τόξο και με κυνηγετικό μαχαίρι· απαγορεύεται η χρησιμοποίηση παγίδων, διχτύων, βρόχων, καθρεφτών, αγκίστρων, ξόβεργας και κάθε άλλου μέσου που αποσκοπεί στη θανάτωση, στη σύλληψη ή στη νάρκωση άγριων θηλαστικών και πτηνών· απαγορεύεται επίσης η χρήση λαστιχένιας σφεντόνας, κράχτη, ομοιωμάτων και μιμητικών φωνών των θηραμάτων (άρθρο 252). Επιτρέπεται ως ειδική περίπτωση η ιερακοθηρία, δηλαδή η χρησιμοποίηση κυνηγετικού γερακιού (με σκυλί ή χωρίς), έπειτα από απόφαση του υπουργού Γεωργίας, και μόνο για το κ. αποδημητικών πουλιών, όπως και του εκγυμνασμένου αετού για το κ. επιβλαβών ζώων και της ικτίδας για το κ. αγριοκούνελου (άρθρο 255).
Ο κυνηγός πρέπει να είναι εφοδιασμένος με άδεια θήρας, η οποία χορηγείται μόνο στα μέλη κυνηγετικών συλλόγων από την αρμόδια δασική αρχή της μόνιμης κατοικίας τους, είναι προσωπική και αμεταβίβαστη και ισχύει για την κυνηγετική περίοδο και την περιφέρεια για την οποία έχει εκδοθεί. Για την άδεια απαιτείται η προσαγωγή τριπλότυπου γραμματίου είσπραξης υπέρ του Κεντρικού Ταμείου Γεωργίας, Κτηνοτροφίας και Δασών. Η έκδοση των αδειών θήρας αρχίζει την 1η Αυγούστου κάθε χρόνου.
Ο κυνηγός κάτοχος κυνηγετικού όπλου πρέπει επίσης να εφοδιαστεί από την αρμόδια δασική αρχή με δελτίο κατοχής κυνηγετικού όπλου, σε διάστημα τριών μηνών μετά την αγορά του. Επίσης καθορίζονται περιορισμοί τόπου, χρόνου, αριθμού και είδους φονευμένων θηραμάτων. Καθορίζονται ακόμα τα χρονικά όρια κάθε κυνηγετικής περιόδου για τα ενδημικά και τα αποδημητικά θηράματα. Οι περίοδοι κατά τις οποίες επιτρέπεται το κ. κυμαίνονται ανάλογα με τις εκάστοτε σχετικές διατάξεις του Υπουργείου Γεωργίας, από τον Σεπτέμβριο μέχρι τον Μάρτιο, για κάθε είδος θηράματος.
Ο έλεγχος της τήρησης των διατάξεων του νόμου ασκείται από τις αρμόδιες αστυνομικές και δασικές αρχές, τα δασικά όργανα και τους φύλακες θήρας, υπό την εποπτεία του Υπουργείου Γεωργίας.
λαθροθηρία. Η κατά παράβαση του νόμου άσκηση του κ.: χωρίς άδεια, κ. προστατευόμενων ή απαγορευμένων θηραμάτων ή κ. σε απαγορευμένη περίοδο ή με απαγορευμένα μέσα (δίχτυα, παγίδες κλπ.) ή κ. σε δημόσια ή ιδιωτική απαγορευμένη περιοχή.
κυνηγετικές οργανώσεις. Το σύνολο των κυνηγών ανήκει στους τοπικούς κυνηγετικούς συλλόγους, που ιδρύονται στην έδρα κάθε δασαρχείου. Όλη η χώρα διαιρείται στις ακόλουθες επτά κυνηγετικές περιοχές, με την αντίστοιχη για καθεμία έδρα: 1) Κρήτης και Δωδεκανήσων, με έδρα τα Χανιά· 2) νήσων Αρχιπελάγους, με έδρα τη Μυτιλήνη· 3) Πελοποννήσου και νήσων Ύδρας, Σπετσών, Ζακύνθου, Πόρου, Κυθήρων, Αντικυθήρων, Κεφαλληνίας, Ιθάκης, με έδρα την Πάτρα· 4) Στερεάς Ελλάδας και νήσων Ευβοίας, Λευκάδας, Σύρου, Αιγίνης, Κυκλάδων, Σαλαμίνας κλπ., με έδρα την Αθήνα· 5) Ηπείρου και νήσων Κερκύρας και Παξών, με έδρα τα Ιωάννινα· 6) Βόρειας Ελλάδας και νήσων Θάσου και Σαμοθράκης, με έδρα τη Θεσσαλονίκη· 7) Θεσσαλίας και Σποράδων, με έδρα τη Λάρισα. Στην έδρα κάθε κυνηγετικής περιοχής προβλέπεται η ίδρυση Ομοσπονδίας Κυνηγετικών Συλλόγων της περιοχής, ενώ στην Αθήνα εδρεύει η Κυνηγετική Συνομοσπονδία, στην οποία υπάγονται υποχρεωτικά οι Ομοσπονδίες (άρθρα 260 και 266).
απαγορεύσεις. Για να εξασφαλιστούν η συντήρηση και ο πολλαπλασιασμός της πανίδας της χώρας (ενδημικά ζώα και πτηνά) καθώς επίσης η ανάπαυση και η αναπαραγωγή των αποδημητικών, έχουν θεσπιστεί απαγορευτικές διατάξεις τόσο γενικής όσο τοπικής και χρονικής μορφής (ζώνες και περίοδοι απαγόρευσης κ., μόνιμα καταφύγια θηραμάτων, εθνικοί δρυμοί), όπως επίσης η ίδρυση εκτροφείων θηραμάτων (άρθρα 254 και 258).
θηράματα. Θηρεύσιμα θηράματα, κατά τον νόμο, θεωρούνται: 1) όλα τα άγρια θηλαστικά, εκτός του σκαντζόχοιρου, της νυχτερίδας, της μυγαλής (μυς εντομοφάγος) και του τυφλοπόντικα· 2) τα πουλιά γενικά, εκτός από εκείνα που έχουν μήκος μικρότερο των 17 εκ. (δηλαδή τα μικρότερα της σιταρήθρας, μη εξαιρούμενης), του κύκνου, του πελαργού, του γερανού, του κούκου, του τσαλαπετεινού, του αγιοπουλιού, του γλάρου, του τσοπανάκου, των χελιδονιών, της χαλκοκουρούνας, των γυπών όλων των ειδών, όλων των κίρκων (κιρκινεζιών), των νυκτόβιων όλων των ειδών και της δεκαοχτούρας (άρθρο 251). Τα θηράματα υποδιαιρούνται σε ενδημικά και αποδημητικά· τα ενδημικά ζουν μόνιμα και αναπαράγονται στην ίδια περιοχή· τα αποδημητικά ή διαβατάρικα είναι εκείνα που μένουν προσωρινά σε μια περιοχή, δηλαδή την εποχή του αποδημητικού περάσματος και ξαναπεράσματος. Ορισμένα είδη ενδημικών θηραμάτων προστατεύονται από τον νόμο που απαγορεύει το κυνήγι τους, όπως το ελάφι, το ζαρκάδι, το αγριοκάτσικο, το αγριόγιδο, ο αγριοπετεινός και ο φασιανός. Επίσης απαγορεύεται το κ. της αρκούδας και του ρήσου (λύγκας) χωρίς έγκριση του υπουργού Γεωργίας καθώς και ωφέλιμων πουλιών και θηλαστικών, που καθορίζονται κάθε φορά με απόφαση του υπουργού (άρθρο 258).
Το θήραμα ανήκει είτε στον κυνηγό που το σκοτώνει ή το τραυματίζει φανερά είτε σε εκείνον που το καταδιώκει, αφού το έχει βγάλει από τη φωλιά του.
κυνηγετικά σκυλιά. Η βοήθεια των σκύλων κατά τις κυνηγετικές δραστηριότητες είναι αρχαιότατη και έχει πλέον παγιωθεί στα εξής καθήκοντα: 1) να ανακαλύψουν και να ακολουθήσουν τα ίχνη του άγριου ζώου (λαγωνικά, ιχνηλάτες, ρινηλάτες, καταδίωξης)· 2) να ξεφωλιάσουν το άγριο ζώο (φωλεοδύτες)· 3) να ειδοποιήσουν για την παρουσία του άγριου ζώου (δείκτες ή φέρμες)· 4) να φέρουν το θήραμα, όταν χτυπηθεί (μεταφορικά ή κουβαλητές). Ο νόμος (άρθρο 255) καθιερώνει ομοιόμορφο διακριτικό σήμα των κυνηγετικών σκυλιών, καθοριζόμενο με απόφαση του υπουργού Γεωργίας. Επίσης, τα κυνηγετικά σκυλιά πρέπει να έχουν δελτίο ταυτότητας, που χορηγείται στους ιδιοκτήτες τους από οικείο κυνηγετικό σύλλογο με την καταβολή παραβόλου, που ορίζεται επίσης με απόφαση του υπουργού Γεωργίας (βλ. λ. σκύλος).
Κυνήγι αποδημητικών: οι κόκκινες γραμμές δείχνουν τις κατευθύνσεις των αποδημιών στην Ευρώπη.
Κυνήγι αποδημητικών: οι κόκκινες γραμμές δείχνουν τις κατευθύνσεις των αποδημιών στην Ευρώπη.
Στιγμιότυπο από έφιππο κυνήγι της αλεπούς με αγέλη σκύλων στη Μεγάλη Βρετανία (φωτ. ΑΠΕ).
«Κυνήγι λαγού», έργο του Πιέτρο Λόνγκι. Το τουφέκι αναγνωρίστηκε ως πραγματικό κυνηγετικό όπλο στα τέλη του 18ου αι. (Πινακοθήκη Κουερίνι-Σταμπάλια, Βενετία).
«Κυνήγι με γεράκι», νωπογραφία του 16ου αι., έργο του Φ. Φεραμόλα (Πινακοθήκη Τόσι-Μαρτινέγκο, Μπρέσια, Ιταλία).
Το κυνήγι με γεράκι είναι ιδιαίτερα διαδεδομένο στις περιοχές του Καζακστάν (φωτ. ΑΠΕ).
Κυνήγι αρκούδας με σκυλιά, σε ψηφιδωτό του 3oυ-4oυ αι. μ.Χ. (Μουσείο Ρωμαϊκού Πολιτισμού, Ρώμη).
Στην ανώτερη παλαιολιθική εποχή ο άνθρωπος χρησιμοποιούσε ως κυνηγετικό μέσο τη σφεντόνα? στη φωτογραφία, τμήμα τοιχογραφίας που βρίσκεται στον «Τάφο του κυνηγιού και του ψαρέματος» και στην οποία εικονίζεται ένας άνθρωπος να κυνηγάει πουλιά με τη σφεντόνα (Ετρουσκική νεκρόπολη της Ταρκυνίας).
Η επινόηση του τόξου υπήρξε αποφασιστικός σταθμός στην εξέλιξη του κυνηγιού? το νέο όπλο κυριάρχησε απόλυτα έως την εποχή που κατασκευάστηκαν τα πυροβόλα όπλα. Στη φωτογραφία, αιχμές βελών της χαλκολιθικής εποχής.
Κυνήγι ελαφιού σε χετιτικό ανάγλυφο, έξοχο δείγμα γλυπτικής της εποχής (Μουσείο του Λούβρου, Παρίσι).
* * *το (AM κυνήγιον, Μ και κυνήγιν και κυνήγι) [κυνηγός]1. η ενασχόληση τού κυνηγού, η οποία συνίσταται στην προσπάθειά του να συλλάβει ή να σκοτώσει πουλιά ή άλλα ζώα που ζουν ελεύθερα στο φυσικό τους περιβάλλον, η θήρα2. κυνηγότοπος, τόπος κυνηγιού με αφθονία θηραμάτων, όπου οι κυνηγοί συλλαμβάνουν ή σκοτώνουν πουλιά ή άλλα ζώα3. το ζώο που σκοτώνεται από τον κυνηγό, το θήραμανεοελλ.1. μτφ. επίμονη και συνεχής αναζήτηση ή επιδίωξη, κυνηγητό, κυνήγημα («η δουλειά αυτή είναι καλή, μα για να γίνει θέλει πολύ κυνήγι»)2. ειδικά μαγειρεμένο κρέας πουλιού ή άλλου ζώου που συλλαμβάνεται ή σκοτώνεται από κυνηγό («τού αρέσει πολύ το κυνήγι»)3. φρ. α) «το κυνήγι τού χαμένου θησαυρού» — είδος παιχνιδιούβ) «μέ πήρε στο κυνήγι» — μέ κυνηγά κάποιοςνεοελλ.-μσν.αφθονία θηραμάτων («έχει πολύ κυνήγι φέτος»)αρχ.θηριομαχία σε αμφιθέατρο.
Dictionary of Greek. 2013.